Η ανισοκατανομή του εισοδήματος, η πτώση της ροπής προς κατανάλωση και η GREAT DEPRESSION της δεκαετίας του 1930. (Η εξίσωση του Irving Fisher, τα αδιέξοδα της νομισματικής πολιτικής και τα διδάγματα για το σήμερα).
1933 : Ο νεοεκλεγμένος πρόεδρος των Η.Π.Α. Franklin Delano Roosevelt απευθύνει ραδιοφωνικό μήνυμα στον αμερικανικό λαό, λίγους μήνες, μετά την εκλογή του. Φυσικά, το θέμα της ομιλίας του ήταν η καταστροφική οικονομική κρίση, που είχε να αντιμετωπίσει και την οποία αντιμετώπισε, όσο μπορούσε, μέσα από λάθη και παραλείψεις, λαμβανομένων υπόψη, πάντοτε και των συνθηκών που επικρατούσαν εκείνη την εποχή, καθώς και της ουσιαστικής άγνοιας, που υπήρχε, σχετικά με την αντιμετώπιση μιας τέτοιας κρίσης, η οποία το 1932, μέσα σε τρία χρόνια από την έναρξή της, είχε αφανίσει το 29% του αμερικανικού ΑΕΠ και είχε εξωθήσει στην ανεργία πάνω από το 24% του εργατικού δυναμικού της χώρας, η οποία βρέθηκε ενώπιον μιας τεράστιας και απίστευτης ανθρωπιστικής καταστροφής (ανάλογη της οποίας είναι και η σύγχρονη ανθρωπιστική καταστροφή, η οποία επίκειται και ενώπιον της οποίας αρχίζει, σιγά-σιγά, να ευρίσκεται η σύγχρονη ελληνική κοινωνία). Αυτή την ανθρωπιστική καταστροφή ο FDR την αντιμετώπισε και κατάφερε να ανατάξει την αμερικανική οικονομία, παρά τις απαισιόδοξες προβλέψεις, βάζοντας τις βάσεις για την μεταπολεμική μακρόχρονη και φρενήρη ανάπτυξη. (Το τι θα πράξουν οι - ψοφοδεείς και παντελώς ανίκανοι να μοιράσουν δυό γαϊδουριών άχυρα - «δικοί μας», μέλλει να το δούμε. Και οι προοπτικές δεν είναι καθόλου, μα καθόλου, καλές)…
Η εξελισσόμενη κατάρρευση της χώρας μας, μαζί με την αποδόμηση της βαμπιρικής ευρωζώνης, έφερε (καθόλου αφύσικα) στην επιφάνεια, για μία ακόμη φορά, την Μεγάλη Κρίση της δεκαετίας του 1930, κατά την διάρκεια μιας πολύ ενδιαφέρουσας συζήτησης, που διεξήχθη από τις 17/7/2012, μέχρι τις 19/7/2012, γύρω από το άρθρο, που δημοσίευσε, στο συνιστολόγιο "Anamorfosis.net", ο κ. Σωτήριος Γεωργάνας, με τίτλο : "Η σχέση μισθών και ανεργίας και το παράδειγμα των παράλογων τιμών στα ταξί" http://anamorfosis.net/blog/?p=8072 . Στην συζήτηση αυτή έλαβα μέρος, με αποτέλεσμα να τραπεί προς την οικονομική κρίση του 1929 - 1941 και τις επιπτώσεις της στις Η.Π.Α.
Αναδημοσιεύω, εδώ, το σύνολο των παρεμβάσεών μου, σε αυτήν την συζήτηση, ενώ τις παρεμβάσεις και τις τοποθετήσεις των υπόλοιπων αξιότιμων συνομιλητών, μπορεί όποιος επιθυμεί να τις δει, ως σχόλια, μεταβαίνοντας στην ηλεκτρονική διεύθυνση του άρθρου του κ. Γεωργάνα.
Ας δούμε, λοιπόν, το κείμενο των παρεμβέσεών μου (αφού θημίσω εδώ και τα άλλα δύο σημαντικά άρθρα που έχω δημοσιεύσει στο παρελθόν στο μπλογκ μου, σχετικά με την οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930 και τα οποία είναι : “29/10/1929 : Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΠΑΝΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΗ 80 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ!” http://tassosanastassopoulos.blogspot.com/2009/10/29101929-80.html και ‘‘Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ 1929 – 1932 ΚΑΙ Η ΥΦΕΣΗ ΤΟΥ 2008 – 2009 : ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΥΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕΓΕΘΩΝ’’ http://tassosanastassopoulos.blogspot.com/2009/04/1929-1932-2008-2009.html ) :
"Η προσφορά του χρήματος και ο πληθωρισμός έχουν μια ιστορικά αντιφατική σχέση. Στις ομαλές περιόδους η σχέση τους είναι σαφέστατη. Η αύξηση της προσφοράς του χρήματος συνοδεύεται, πάντοτε, από τις πληθωριστικές πιέσεις στις τιμές. Η σχέση αυτή, βεβαίως, δεν είναι απολύτως αντίστοιχη, αφού το μίγμα της, εκάστοτε, εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής παίζει έναν όχι ασήμαντο ρόλο, αλλά ο συσχετισμός των δύο μεγεθών είναι σαφής και ακριβής.
Στις περιόδους, που το οικονομικό σύστημα έχει εισέλθει σε φάση κρίσης, ο συσχετισμός της προσφοράς του χρήματος, με τις τιμές αποδιοργανώνεται. Και η αποδιοργάνωση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι, όταν μια οικονομία τεθεί, υπό την επήρεια του μηχανισμού της liquidity trap, τότε η όποια αύξηση της προσφοράς χρήματος μπορεί (και συνήθως, έτσι συμβαίνει) να μην οδηγήσει σε αύξηση των τιμών. Η κρίση της αμερικανικής οικονομίας στην δεκαετία του 1930 το δίδαξε αυτό στους προπαππούδες μας. Όπως και η παρούσα παρατεταμένη ευρωζωνική κρίση (μαζί με την αμερικανική, αλλά και την διεθνή εμπειρία, μετά την βαθιά παγκόσμια ύφεση του 2008 – 2009) μας υπενθύμισε – εν μέρει και σε σημαντικό βαθμό – αυτή την αλήθεια.
Καλά τα διαγράμματα, λοιπόν, αλλά η ισχύς τους έχει πάντα ένα συγκεκριμένο (και τις πλείστες φορές ένα περιορισμένο) πεδίο εφαρμογής. Δεν αποτελούν πανάκεια, ούτε και αποδίδουν την πλήρη αλήθεια, όταν προσπαθούμε να τα δούμε και να τα εφαρμόσουμε διαχρονικά.
Η πραγματική ζωή κρύβει, πάντοτε, εκπλήξεις. Αυτό ισχύει και για την οικονομία, γύρω από την οποία γνωρίζουμε λιγότερα από όσα νομίζουμε, παρά το γεγονός ότι πολλοί πίστευαν, μέχρι πρόσφατα, ότι τα φαινόμενα που την αφορούσαν είχαν χάσει το ενδιαφέρον τους, επειδή η οικονομική ανάλυση είχε εξαντλήσει την εξέτασή τους και είχε λύσει κάθε μυστήριο και κάθε επιστημονικό ερώτημα, που αφορούσε και αυτά, ως επί μέρους στοιχεία της οικονομίας και την ίδια την οικονομία, ως σύνολο και ως θεωρητική κατασκευή.
Κάπου εκεί την πάτησαν και ο Robert Lucas και ο Ben Bernanke και ο Alan Greenspan και ο Gregory Mankiw, μαζί με πολλούς άλλους, οι οποίοι νόμισαν ότι η οικονομία, ως θεωρία και ως πρακτική εφαρμογή είχε λύσει όλα τα προβλήματα, που είχαν τεθεί στο παρελθόν, καθώς και ότι είχε εξαντλήσει όλη την γκάμα των προβλημάτων που θα μπορούσαν να τεθούν, από θεωρητική και από εφαρμοστική/πρακτική άποψη.
Μέχρις ότου ήλθε ο Σεπτέμβριος του 2008, που έθεσε τέλος σε όλες αυτές τις υπερφίαλες και υπερμεγέθεις βεβαιότητες των, κάθε λογής, “έγκυρων” και “έγκριτων” οικονομολόγων, των οποίων το μέγεθος της διάψευσης των βεβαιοτήτων τους υπήρξε αντίστοιχο, με το μέγεθος αυτών των διαψευσμένων βεβαιοτήτων τους.
Γι’ αυτό, η επάνοδός μας στην επιστημονική αμφιβολία και επιφυλακτικότητα αποτελεί μια χρήσιμη και επιστημονικά αναγκαία αρετή…
Όμως, η εκτύπωση χρήματος, σε μια οικονομία, η οποία βρίσκεται σε φρενήρη καθοδική φάση, όπως συνέβη, κατά την περίοδο 1929 – 1932, γίνεται, για να βοηθήσει στην ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας.
Irving Fisher - ο πατέρας της εξίσωσης, του αριθμοδείκτη και πολλών άλλων. Με την διατύπωση της εξίσωσής του, η οποία παραμένει, ως η παραδεκτή απεικόνιση της ποσοστικής θεωρίας του χρήματος, έθεσε τις βάσεις για την κατανόηση του προβλήματος που είχε να αντιμετωπίσει το οικονομικό επιτελείο του προέδρου των Η.Π.Α. Roosevelt, παρά τις αρχικές αστοχίες, σχετικά με τον χειρισμό των δεδομένων αυτής της εξίσωσης, για την αντιμετώπιση της GREAT DEPRESSION, της περιόδου 1929 - 1932.
Αυτή ήταν, τουλάχιστον η ελπίδα όταν το επιτελείο του FDR χρησιμοποίησε την εξίσωση του Φίσερ, σαν εργαλείο, προκειμένου να ανατάξει την οικονομία των Η.Π.Α. από την ιλιγγιώδη πτώση, της GREAT DEPRESSION. Αυτή ήταν και η ελπίδα των ευρωζωνιτών, όταν αποφάσισαν το 2009 να αυξήσουν την νομισματική κυκλοφορία, βοηθώντας το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, με εθνικό δανεισμό.
Και οι δύο προσπάθειες κατέρρευσαν. Και οι μεν Αμερικανοί το 1933 ήσαν, απολύτως, δικαιολογημένοι, διότι η εμπειρία που ζούσαν ήταν πρωτόγνωρη και φυσικά ο πειραματισμός τους ήταν κάτι το αναμενόμενο, στην προσπάθειά τους να βρουν μια λύση, η οποία να ήταν λειτουργική και ενώ, ακόμη, η επιρροή των αποπληθωριστικών κλασσικών οικονομικών ιδεών, που ήσαν κληρονομιά των πατέρων της οικονομικής επιστήμης, ήταν καθοριστική, για τα λάθη, που, τότε, διέπραξαν.
Οι ευρωζωνίτες, όμως, το 2009 ήσαν – και παραμένουν και τώρα – αδικαιολόγητοι, διότι και εμπειρία υπήρχε (και υπάρχει), όπως και η κατάλληλη τεχνογνωσία (δηλαδή η απαραίτητη κοινωνική μηχανική και η συμπαρομαρτούσα κοινωνική τεχνολογία), για την αποφυγή της πτώσης στην παρούσα και ήδη χρονίζουσα liquidity trap, στην οποία έχει πέσει η οικονομία της ευρωζώνης, ως αποτέλεσμα των γνωστών χαοτικών συστημικών ανεπαρκειών, που έχει και εμφανίζει κάθε νομισματική ένωση, όταν ευρίσκεται ενώπιον μιας – έστω μικρής, έως μεσαίας – οικονομικής ύφεσης, η οποία εμβαθύνεται ταχύτατα και μεταπίπτει, γρήγορα, σε κρίση, η οποία καθίσταται ανεξέλεγκτη, εξ αιτίας, ακριβώς, των θεσμικών ανεπαρκειών, περί την νομισματική (και συναφώς και την δημοσιονομική) πολιτική των, κάθε λογής, νομισματικών ενώσεων.
Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνεται λόγος, για το γεγονός ότι η ισχύς του ceteris paribus - ότι δηλαδή όλα αυτά ισχύουν, όταν τα υπόλοιπα δεδομένα παραμένουν ως έχουν - είναι (ή πρέπει να θεωρείται) δεδομένη. Δεν είναι δεδομένη. Κάθε φορά είναι υπό εξέταση και υπό αναζήτηση, διότι οι εφαρμοστές των οικονομικών ιδεών, σχεδόν πάντοτε (ή, έστω, πολλές φορές) ενεργούν, όπως οι παλαιοί μάγοι των φυλών της Αφρικής, ή της Αμερικής (την εποχή που την ανακάλυψαν και την αποίκησαν οι Ευρωπαίοι), όπως προκύπτει και από τα ιστορικά παραδείγματα, που ανέφερα. Ας δούμε την συνέχειά τους :
Το 1933 ο Ίρβινγκ Φίσερ ήταν απολύτως βέβαιος, για την απόλυτη ισχύ της εξίσωσής του, γύρω από τον ορισμό της αξίας του χρήματος και για τα ευεργετικά αποτελέσματα της αύξησης του αριθμητή στην συνολική οικονομική δραστηριότητα.
Το 2009 η μπατιροτραπεζοκρατία της ευρωζώνης, με πρώτους και καλύτερους τον Jean-Claude Trichet και τους κεντροτραπεζίτες της Ε.Κ.Τ. πίστεψε ότι η χρήση της ίδιας εξίσωσης θα απέτρεπε την εμβάθυνση της ύφεσης στην ευρωζώνη και έπεισε τους πολιτικούς να ασκήσουν οικονομική πολιτική, μέσω των τραπεζών και του δανεισμού τους και με μια μορφή συγκαλυμένης ανακεφαλαίωσης, σε εθνικό (και όχι ευρωζωνικό) επίπεδο.
Όλοι τους έπεσαν έξω, αφού το 1933 το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα δεν ανταποκρίθηκε και δεν δανειοδότησε την οικονομία της χώρας, με αποτέλεσμα την συνέχιση και την εμβάθυνση της κρίσης, ενώ το 2009 η Ελλάδα χρεωκόπησε, δανειζόμενη 28 δισ. €, τα οποία πήγαν στράφι και δεν τόνωσαν την οικονομία της, η οποία κτυπήθηκε από την διεθνή ύφεση, με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε στο ντόμινο των ενδοευρωζωνικών χρεωκοπιών, οι οποίες ήταν φυσικό και επόμενο να φανούν στην πορεία, αφού όλες οι εθνικές οικονομίες της ευρωζώνης (με πρώτο το τραπεζικό της σύστημα, για το οποίο, πρέπει να θυμήσουμε ότι δεν υπάρχει εγγύηση των καταθέσεών του, ούτε δανειστής της τελευταίας καταφυγής) ήσαν, ευθύς εξ αρχής, από την είσοδό τους στην ευρωζώνη, αφανώς, χρεωκοπημένες, όπως και τα κράτη της (της Γερμανίας συμπεριλαμβανομένης).
Αλλά το ρουσβελτιανό επιτελείο, που δεν έπασχε από τον ακατάσχετο δογματισμό των ευρωζωνιτών (αλλά και επειδή οι Η.Π.Α. ήσαν ένα ομοσπονδιακό κράτος, το οποίο είχε έναν προϋπολογισμό, τον οποίον ο FDR και το κεϋνσιανό επιτελείο του μπορούσαν να αυξήσουν όσο χρειαζόταν) βρήκε τις διεξόδους, για την αντιμετώπιση της κρίσης και την παύση της πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας – και στην συνέχεια την επάνοδο σε αναπτυξιακούς ρυθμούς, αν και μέχρι το 1941, που οι Η.Π.Α. εισήλθαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η κρίση ουδέποτε ξεπεράστηκε ολοκληρωτικά -, με την χρήση της δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία, για πρώτη φορά, τότε, χρησιμοποιήθηκε συστηματικά και οργανωμένα, ως ένα άμεσα παρεμβατικό μακροοικονομικό εργαλείο.
Οι ευρωζωνίτες, λόγω του δογματισμού τους και του γεγονότος ότι η ευρωζώνη δεν αποτελεί κράτος, δεν έχουν μπορέσει. Και δεν θα μπορέσουν όσο η νεκρή, πλέον, ευρωζώνη δεν οδηγείται στον τάφο της και όσο παραμένει, σε μια βαμπιρική φάση, κατατρώγοντας τις οικονομίες των χωρών, που την συναποτελούν.
Θα το πω, για μία ακόμη φορά : Η πραγματική ζωή κρύβει, πάντοτε, εκπλήξεις. Μην νομίζουμε ότι τα ξέρουμε όλα, γύρω από αυτήν και γύρω από την οικονομία, η οποία αποτελεί μέρος της. Δεν τα ξέρουμε.
(Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να διδαχθούμε, από αυτήν και την δαιδαλώδη εξέλιξή της. Το αντίθετο, μάλιστα)…
Προφανώς και ισχύει το ότι το 1936 – 1937 το ρουσβελτιανό οικονομικό επιτελείο έκανε στροφή, υπέρ της πολιτικής της μείωσης των ελλειμμάτων του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού, με καταστροφικά αποτελέσματα. Αλλά για να καταλάβουμε την αιτία αυτής της στροφής, πρέπει πρώτα να καταλάβουμε το που έπεσε έξω ο Ίρβινγκ Φίσερ και η εξίσωσή του, το 1933.
Φυσικά, η ίδια η εξίσωση του Φίσερ [(P=M.V+M1.V1/T), με την οποία ο εν λόγω πατέρας της οικονομετρίας και εφευρέτης του αριθμοδείκτη, έβαλε τις τιμές να εξαρτώνται από τον όγκο του χρήματος που κυκλοφορεί, σε μετρητά και τον ρυθμό, με τον οποίον αυτός συμπληρώνει έναν ολόκληρο κύκλο, σε συνδυασμό με τον όγκο των τραπεζικών καταθέσεων και τον ρυθμό, με τον οποίον και αυτές συμπληρώνουν τον δικό τους κύκλο και όλα αυτά μαζύ να συνδυάζονται και να προσαρμόζονται, για να προσδιοριστεί ο συνολικός όγκος των συναλλαγών] αποτελεί ένα ορθό εργαλείο, αφού περιγράφει την πραγματικότητα, όσον αφορά την αξία του χρήματος και είναι η παραδεκτή διατύπωση της ποσοτικής θεωρίας του χρήματος.
Όμως, ο μηχανισμός λειτουργίας αυτής της εξίσωσης στην πραγματική ζωή, σε μια ενεργό οικονομία, είναι πολύ περισσότερο πολύπλοκος, αφού αυτό, που περιγράφει η εξίσωση, όταν αυτή χρησιμοποιηθεί, ως εργαλείο άσκησης οικονομικής πολιτικής, έχει άλλες προϋποθέσεις εφαρμογής, οι οποίες δεν μπορούν να παραμετροποιηθούν, σε μαθηματική μορφή και έτσι δεν μπορούν να αποτελέσουν ένα ποσοτικοποιημένο στοιχείο, το οποίο να είναι δυνατόν να απεικονισθεί στην εξίσωση. Ο Φίσερ, με την εισαγωγή, ως ενός σημαντικού παράγοντα της εξίσωσής του, για την αξία του χρήματος, της ταχύτητας κυκλοφορίας των μετρητών και των, κάθε λογής, τραπεζικών καταθέσεων, μπορεί να επισήμαινε την αναγκαιότητα του υπολογισμού αυτής της παραμέτρου, στην όλη διαδικασία, αλλά δεν μπορούσε να παραμετροποιήσει το πως θα αυξανόταν στην πράξη αυτή η ταχύτητα κυκλοφορίας του παραγόμενου χρήματος, μέσα σε μια οικονομία, η οποία βρισκόταν σε καθίζηση. Αυτό ήταν το πρόβλημα και αυτός ήταν ο κίνδυνος, ο οποίος περιγραφόταν, ως ενδεχόμενο, χωρίς όμως να έχει εντοπισθεί και από τον ίδιο και από το επιτελείο του FDR, το οποίο είχε την αντίληψη ότι η ίδια η προσφορά του χρήματος θα έβρισκε διψασμένους επιχειρηματίες, οι οποίοι θα έτρεχαν να το δανεισθούν. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι. (Το αστείο είναι ότι και οι ευρωζωνίτες το 2009 πίστεψαν, για την λειτουργία της εξίσωσης του Φίσερ, τα ίδια πράγματα, με όσα είχαν πιστέψει ο Φίσερ και οι ρουσβελτιανοί το 1933 και την πάτησαν).
Έτσι η αύξηση της προσφοράς του χρήματος, με τον μηχανισμό της εκτύπωσης χρήματος, ή/και με την αύξηση των τραπεζικών διαθέσιμων προς δανεισμό, μπορεί να μείνει μόνο στα χαρτιά (in theory) και να μην μετουσιωθεί σε πράξη. Αυτό που δεν υπολόγισε το επιτελείο του FDR ήταν ότι τα τραπεζικά διαθέσιμα μπορούσαν να μείνουν αχρησιμοποίητα, παρά την αύξηση τους και παρά την προσφορά τους προς δανεισμό. Όσο οι δουλειές στην πραγματική οικονομία είναι σε μαρασμό και όσο η οικονομία βρίσκεται σε πτώση, είναι φυσικό οι επιχειρηματίες να αποφεύγουν τον δανεισμό, αφού οι προοπτικές πραγματοποίησης κερδών εμφανίζονται, ως σκοτεινές, για όσο χρονικό διάστημα η συναθροιστική ζήτηση στην οικονομία παραμένει ανεπαρκής. Έτσι, όμως, το διαθέσιμο χρήμα δεν θα εισρεύσει στην οικονομία, δηλαδή, ουσιαστικά, δεν θα δημιουργηθεί, παρά μόνον, όπως είπαμε, in theory.
Από την άλλη μεριά, το τραπεζικό σύστημα, με την πολιτική της ανοικτής αγοράς της Κεντρικής Τράπεζας, μπορεί να αυξήσει τα αποθεματικά του, αλλά οι φόβοι για την τύχη των τραπεζών, θα οδηγήσουν την τραπεζική ελίτ να κάνει τσιγγούνικα δάνεια και να κρατήσει τα αυξημένα αποθεματικά, ως ασφάλεια, έναντι των κινδύνων πτώχευσης. Μέσα και από αυτή την διαδικασία η αύξηση του προσφερόμενου χρήματος παρέμεινε και πάλι στα χαρτιά και δεν είχε πραγματικό αντίκρυσμα στην πραγματική οικονομία.
Έτσι και το 1933 η αμερικανική οικονομία παρέμεινε εγκλωβισμένη στην liquidity trap, που άφησαν πίσω τους οι Herbert Hoover και Andrew Mellon (όπως και τώρα, η ευρωζώνη παραμένει εγκλωβισμένη στην δική της παγίδα ρευστότητας, στην οποία την έβαλε η, μετρίας εντάσεως, διεθνής ύφεση του 2008). Η αποτυχία αυτή είχε ένα ευεργετικό αποτέλεσμα :
Κατέστησε σαφές το ουσιαστικό πρόβλημα, που έχει να κάνει με την νομισματική πολιτική και τα αδιέξοδά της, μέσα σε μια οικονομία που βρίσκεται σε πτώση και το οποίο είναι ότι μπορεί να αυξήσει τα τραπεζικά αποθεματικά, αλλά δεν μπορεί να εξαναγκάσει τους επιχειρηματίες και τους καταναλωτές να τα χρησιμοποιήσουν, ως αντικείμενα δανεισμού και να αυξήσουν έτσι τις καταθέσεις και τον όγκο του εμπορίου. Έτσι απαντήθηκε και το ερώτημα γύρω από το, εάν είναι η προσφορά του χρήματος, που επηρεάζει, πρωταρχικά, τις τιμές και το εμπόριο, ή, εάν είναι το εμπόριο, που επηρεάζει, πρωταρχικά, την προσφορά του χρήματος και τις τιμές. Και φυσικά, η απάντηση έκλεινε προς το μέρος του εμπορίου.
Τι έπρεπε να γίνει; Τώρα το ξέρουμε, πολύ καλύτερα από ό,τι το ήξεραν εκείνη την εποχή.
Η δημιουργία και η χρήση του χρήματος, για να γίνει αποτελεσματική, έπρεπε από προαιρετική να μετατραπεί σε υποχρεωτική, ακριβώς επειδή το σύγχρονο οικονομικό σύστημα του γραφειοκρατικού καπιταλισμού (του οποίου την γένηση πιστοποίησε με τεράστιες ωδίνες η Μεγάλη Κρίση της δεκαετίας του 1930 και το οποίο έχει, απείρως, πολυπλοκοποιηθεί σήμερα) είναι ένα, εγγενώς, ασταθές σύστημα, εάν αφεθεί στην τύχη του. Το χρήμα δεν μπορεί να κατασκευάζεται, μόνον, αλλά πρέπει και να ξοδεύεται, για να μπορεί να επιδρά ευεργετικά στον όγκο του εμπορίου και έτσι στην αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, στην ανάκαμψη μιας οικονομίας, που βρίσκεται σε καθοδική τροχιά και στην αύξηση του ΑΕΠ.
Και φυσικά το εργαλείο, γι’ αυτήν την δουλειά, δεν μπορεί να είναι η νομισματική πολιτική. Είναι η δημοσιονομική πολιτική, η οποία συνδέεται με το όνομα του Κέϋνς και στην οποία στράφηκαν οι οικονομικοί επιτελείς του Ρούσβελτ, αμέσως, μετά το 1933 και κατάφεραν, ακολουθώντας μια επεκτατική πολιτική, (την οποία αντέστρεψαν το 1936 – 1937, υπό το βάρος της επιρροής των παλαιών κλασσικών αντιπληθωριστικών ιδεών, κάνοντας προσπάθειες να ισοσκελίσουν τον κρατικό προϋπολογισμό και να ασκήσουν περιοριστική νομισματική πολιτική, σε μια οικονομία η οποία ακόμη δεν είχε πλήρως ανακάμψει και στην οποία οι οικονομικοί παράγοντες παρέμεναν πάντοτε καχύποπτοι, ως προς την διάρκεια της ανάκαμψης και τις προοπτικές του μέλλοντος της οικονομίας, με αποτέλεσμα μια νέα έντονη ύφεση, στην μέση ενός μεγάλου μαρασμού, διαπράττοντας ένα τεράστιο λάθος, το οποίο ήταν και το τελευταίο λάθος, το οποίο διαπράχθηκε, κάτω από την επιρροή του τραπεζιτικού λόμπυ, στο οποίο είχαν αναζωπυρωθεί οι φόβοι για τον … πληθωρισμό, όπως ακριβώς, πράττουν, πεισμόνως, οι νεοκλασσικοί δογματικοί της πολιτικοοικονομικής ελίτ και της μπατιροτραπεζοκρατίας της ευρωζώνης, εδώ και τρία χρόνια, μιμούμενοι, σταθερά και αμετακίνητα, τα σφάλματα των ρουσβελτιανών, του 1936 – 1937) να σταματήσουν την ιλιγγιώδη πτώση της αμερικανικής οικονομίας και να την φέρουν σε μια διαδικασία γοργής ανάκαμψης – παρά το γεγονός ότι κατάφεραν να αγγίξουν τα, προ της κρίσης, επίπεδα του 1929, μόλις το 1941.
Αδικείτε τα επιχειρήματά σας, αγαπητέ κ. Παπουτσή, όταν απλουστεύετε τα πεπραγμένα της εποχής του αείμνηστου FDR, ισχυριζόμενος ότι η εκτύπωση χρήματος, διοχετεύθηκε σε “άνοιγμα τρυπών”. Δεν έγιναν έτσι τα πράγματα. Αν δούμε την εξέλιξη του πραγματικού αμερικανικού GNP (σε δισεκατομμύρια δολλάρια του 1958), από το 1929, έως το 1940 - όποιος επιθυμεί μπορεί να δει τα σχετικά στοιχεία στο άρθρο : “29/10/1929 : Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΠΑΝΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΗ 80 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ!” http://tassosanastassopoulos.blogspot.com/2009/10/29101929-80.html -, θα αντιληφθούμε το τι συνέβη, καθώς και το τεράστιο μέγεθος της προσπάθειας, που απαιτήθηκε, για να επιτευχθεί η αντιστροφή μιας καταστροφικής καθοδικής πορείας, η οποία έλαβε χώρα από τον Οκτώβριο του 1929, έως το 1932.
Η GREAT DEPRESSION της δεκαετίας του 1930, μέσα από ένα κατατοπιστικό βίντεο.
Έτσι, το GNP των Η.Π.Α, με βάση εκκίνησης το 1929 εξελίχθηκε, ως εξής :
1929 : 203,6 δισ. $.
1930 : 183,5 δισ. $.
1931 : 169,5 δισ. $.
1932 : 144,2 δισ. $.
1933 : 141,5 δισ. $.
1934 : 154,3 δισ. $.
1935 : 169,5 δισ. $.
1936 : 193,2 δισ. $.
1937 : 203,2 δισ. $.
1938 : 192,9 δισ. $.
1939 : 209,4 δισ. $.
1940 : 227,2 δισ. $.
Τώρα, που ξανακοιτάζω, μετά από χρόνια, τα στοιχεία αυτά, επιβεβαιώνω την παλαιά πεποίθησή μου, για το πόσο εκπληκτική (αν και ανεπαρκής) υπήρξε αυτή αντιστροφή της πορείας της αμερικανικής οικονομίας, εκείνη την σκοτεινή εποχή. Και φυσικά, αυτή η ολική επαναφορά της αμερικανικής οικονομίας δεν επιτεύχθηκε, με το άνοιγμα τρυπών. Αυτό που έγινε, ήταν κάτι το ασύγκριτα διαφορετικό, το οποίο, φυσικά, υπήρξε ευεργετικό, για τον απλό αμερικανικό πληθυσμό και την επιχειρηματική κοινότητα στο σύνολό της.
Με λίγα λόγια, ενώ το αμερικανικό ΑΕΠ υποχώρησε κατά 59,4 δισ. $ από το 1929, έως το 1932 (δηλαδή, κατά 29,17%!) και ενώ το 1933 η πτώση συνεχίστηκε – λόγω των αυταπατών του ρουσβελτιανού οικονομικού επιτελείου, σχετικά με την λειτουργία της εξίσωσης του Fisher στην πραγματική οικονομία και την συνάρτηση αυτής της εξίσωσης, με την νομισματική πολιτική -, με αποτέλεσμα το GNP να χάσει άλλα 2,7 δισ. $ (και η συνολική απώλεια του αμερικανικού GNP από το 1929, να φθάσει στο 30%), αυτή η καταστροφική κατάσταση αντεστράφη, σχεδόν ολικώς, το 1937 και υπερκαλύφθηκε από το 1939 και μετά. Αυτό δεν έγινε με “άνοιγμα τρυπών”. Έγινε με την εφαρμογή στην πράξη ενός εκτεταμένου προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, τα αποτελέσματα των οποίων αποτελούν μέρος των υποδομών των Η.Π.Α. και με την στήριξη της δημόσιας και της ιδιωτικής κατανάλωσης της χώρας.
Το ηθικό ζήτημα, που θέτετε, αγαπητέ κ. Παπουτσή, ειλικρινά, δεν το αντιλαμβάνομαι, έτσι όπως το θέτετε. Αυτό, που καταλαβαίνω είναι ότι διαφωνείτε με την όλη διαδικασία, επειδή, δι’ αυτής, έγινε μια μεγάλη ανακατανομή στο εθνικό εισόδημα της χώρας και για τον υποτιθέμενο φόρο πληθωρισμού, που υποτίθεται ότι επιβλήθηκε, μέσα από την άσκηση του seigniorage από το αμερικανικό δημόσιο και από τον δημόσιο δανεισμό, στον οποίο προέβη η κυβέρνηση του FDR.
Ως προς το πρώτο (την αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος), αντιλαμβάνομαι την διαφωνία σας. Αυτή, όμως, είναι ιδεολογική και όχι ηθική. Όμως, αυτή η αναδιανομή ήταν απαραίτητη, για την τόνωση της ροπής προς κατανάλωση, η οποία είχε πέσει, λόγω και της ενδογενούς τάσης, που έχει το καπιταλιστικό σύστημα, ως προς την κατανάλωση του παραγόμενου προϊόντος, αλλά και λόγω της μεγάλης ανισοκατανομής του εθνικού εισοδήματος των Η.Π.Α., κατά την ανάπτυξη, που προηγήθηκε στην δεκαετία του 1920 και η οποία ανισοκατανομή οδήγησε στην πτώση της μέσης ροπής προς κατανάλωση, η οποία έφερε πιο κοντά την οικονομική κρίση, που άρχισε τον Οκτώβριο του 1929 και γρήγορα έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις – ανάμεσα στα άλλα και επειδή, τότε, δεν υπήρχε η τεχνογνωσία, για την αντιμετώπισή της.
Ως προς το δεύτερο, η αύξηση της προσφοράς του χρήματος, μέσω του seigniorage και του χαμηλότοκου δημόσιου δανεισμού, θα λειτουργούσε, ως φόρος πληθωρισμού, εφόσον υπήρχε πληθωρισμός. Αλλά, πληθωρισμός δεν υπήρξε – τουλάχιστον σε αξιόλογα μεγέθη. Αντίθετα, αυτό, που υπήρξε, ήταν ένας έντονος αποπληθωρισμός, ο οποίος συνοδεύτηκε από την ραγδαία υποβάθμιση των πραγματικών παραγωγικών δυνατοτήτων της μεγάλης αυτής χώρας, οι οποίες παραγωγικές δυνατότητες ετέθησαν σε λειτουργία, χάρη στην λήξη του αποχρηματισμού της αμερικανικής οικονομίας, που έφερε η ρουσβελτιανή οικονομική (δημοσιονομική και νομισματική) πολιτική, με αποτέλεσμα η ραγδαία ανάκαμψη του ΑΕΠ να μην συνοδευτεί από άξιες λόγου πληθωριστικές πιέσεις.
Πέρα από αυτή την πραγματική εξέλιξη των μεγεθών της αμερικανικής οικονομίας, που θέτουν εκποδών τα όποια ζητήματα ηθικής φύσεως, υπάρχει και ένα γενικότερο ζήτημα, σχετικά με την οικονομία και την ηθική.
Κατ’ αρχήν, η επιστημονική ανάλυση των δεδομένων δεν πρέπει να εμπλέκεται με την ηθική. Δεν έχει καμμία σχέση με αυτήν. Ούτε και τα επιστημονικά συμπεράσματα έχουν κάποια σχέση με την ηθική.
Άλλο πράγμα, βέβαια, είναι το πως θα χειριστεί κάποιος την επιστημονική ανάλυση και τα συμπεράσματά της. Και ως προς αυτόν τον χειρισμό, το ουσιώδες ερώτημα που τίθεται (και το οποίο έχει μια έντονη ηθική χροιά), ως προς την οικονομική κρίση και τους χειρισμούς, στους οποίους προέβη η Herbert Hoover administration, σε σχέση με τους αντίστοιχους χειρισμούς της FDR administration, είναι :
Άξιζε, από ηθική, κοινωνική και οικονομική άποψη, να υπάρξει και να συνεχιστεί όλη αυτή η καταστροφή της ζωής των εκατομμυρίων απλών Αμερικανών πολιτών, που ήλθε, ως αποτέλεσμα της έλευσης της οικονομικής κρίσης και της ολιγωρίας, που επέδειξε η αμερικανική ελίτ, στην αντιμετώπισή της;
Ας δούμε την εξέλιξη του ποσοστού ανεργίας, κατά την περίοδο της δεκαετίας του 1930, στις Η.Π.Α. (και ας θυμηθούμε ότι, τότε, δεν υπήρχαν επιδόματα ανεργίας και κοινωνικές παροχές – ούτε, καλά-καλά και συντάξεις), για να αντιληφθούμε το μέγεθος της ανθρωπιστικής καταστροφής, που συνέβη εκείνη την εποχή στην μεγαλύτερη και στην πιο μοντέρνα οικονομία του κόσμου, η οποία κόντεψε να φθάσει στα όρια να λειτουργεί χωρίς μετρητά και με διαδικασίες αντιπραγματισμού (!;) :
1929 : 3,2%.
1930 : 8,9%.
1931 : 16,3%.
1932 : 24,1%.
1933 : 25,2%.
1934 : 22,0%.
1935 : 20,3%.
1936 : 17,0%.
1937 : 14,3%.
1938 : 19,1%.
1939 : 17,2%.
1940 : 14,6%.
Προφανές είναι ότι η αμερικανική οικονομία και κοινωνία χρειάζονταν άμεσες και ταχείες λύσεις, ανάμεσα στα άλλα και για καθαρά ανθρωπιστικούς λογους, οι οποίοι συνδέονταν με την ίδια την επιβίωση εκατομμυρίων ανθρώπων (και καλόν είναι να μην ξεχνάμε ότι αυτά τα ποσοστά ανεργίας είναι αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίον μετριόταν, τότε, η ανεργία και ο οποίος τρόπος δεν κατέγραφε την πραγματική ανεργία, όπως επίσης δεν κατέγραφε, ούτε την εξαθλιωτική υποαπασχόληση, που συνόδευε την ανεργία).
Και αυτές τις άμεσες και ταχείες λύσεις (έστω με ανεπάρκειες, έστω μερικώς) τις έδωσε η διοίκηση Ρούσβελτ.
Και αυτό – εφ’ όσον μιλάμε, για ηθική – είναι στα υπέρ της…
(Και μη ξεχνάμε ότι τον κίνδυνο μιας παραπλήσιας ανθρωπιστικής καταστροφής αντιμετωπίζει και η χώρα μας)…
Επαναλαμβάνω κ. Παπουτσή ότι αδικείτε τα επιχειρήματά σας.
Ας δούμε την εξέλιξη του πληθωρισμού (στις Η.Π.Α.) την δεκαετία του 1930 :
1930 : – 2,6%.
1931 : – 10,1%.
1932 : -9,3%.
1933 : -2,2%.
1934 : 7,4%
1935 : 0,9%.
1936 : 0,2%.
1937 : 4,2%.
1938 : -1,3%.
1939 : -1,6%.
1940 : 1,6%.
Πέρα από τον πληθωρισμό, ας δούμε και τα επίπεδα των τιμών, κατά την ίδια περίοδο (βάση το έτος 1958=100) :
1929 : 50,6.
1930 : 49,3.
1931 : 44,8.
1932 : 40,2.
1933 : 39,3.
1934 : 42,2.
1935 : 42,6.
1936 : 42,7.
1937 : 44,5.
1938 : 43,9.
1939 : 43,2.
1940 : 43,9.
Αυτοί είναι οι αριθμοί – τους έχει δημοσιεύσει ο Mankiw από τα Historical Statistics των Η.Π.Α. – και γι’ αυτόν τον λόγο δεν χρειάζονται οι υπερβολές.
Το χρήμα την εποχή της GREAT DEPRESSION λίμνασε και σιγά-σιγά, έπαυσε να κυκλοφορεί. Αυτή η διαδικασία κατέστρεψε και εκείνους που το κατείχαν, αφού αυτή η, εξ αντικειμένου, απαξιωτική χρηματοοικονομική διαδικασία οδήγησε στην δραματική μείωση του αριθμού των Αμερικανών, που κατείχαν το χρήμα, εκείνη την εποχή.
Η ουσία των επιχειρημάτων σας, επαναλαμβάνω, δεν είναι ηθική. Είναι ιδεολογική (είναι δικαίωμά σας να έχετε όποια ιδεολογία θέλετε, αλλά είναι χρήσιμο αυτή να μην χρησιμοποιεί την ηθική ως μανδύα και τούτο, για τον απλούστατο λόγο ότι η επίκληση της ηθικής, για την ενίσχυση μιας επιχειρηματολογίας, που θέλει να είναι επιστημονική, δυσκολεύει την επιστημονική αντιπαράθεση) και έχει να κάνει με την αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος, η οποία, όμως, υπήρξε αναγκαία, προκειμένου να αυξηθεί η μέση ροπή προς κατανάλωση, η πτώση της οποίας ήταν η γενεσιουργός αιτία της κρίσης, που επήλθε τον Οκτώβριο του 1929 και η οποία οφειλόταν στην ακραία ανισοκατανομή του εθνικού εισοδήματος, κατά την δεκαετία του 1920. Θα αποπειραθώ, εδώ, να επισημάνω κάποια πράγματα, γύρω από τον σημαντικό ρόλο της ανισοκατανομής του εισοδήματος, στην έλευση της κρίσης της δεκαετίας του 1930.
Ύστερα από την ύφεση του 1921, η οποία ήταν έντονη αλλά σύντομη, ακολούθησε μια 8ετία μεγάλης ανάπτυξης, η οποία είχε μια τέτοια έκταση, που ουδέποτε είχε ξαναδεί στο παρελθόν η αμερικανική κοινωνία. Αν δούμε όμως, τα επί μέρους βασικά στοιχεία της, θα αντιληφθούμε το γιατί η κρίση που ακολούθησε, με την κατάρρευση του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης, τον Οκτώβριο του 1929, υπήρξε, επίσης, έντονη, όπως εκείνη του 1921, αλλά με πολύ μεγαλύτερη διάρκεια, σε σχέση με αυτήν του 1921 και ουσιαστικά δεν ξεπεράστηκε, καθ’ ολοκληρίαν, παρά μόνον με την είσοδο των Η.Π.Α. στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Δεκέμβριο του 1941.
Όπως προκύπτει από τα Historical Statistics των Η.Π.Α., οι τιμές και οι μισθοί, από το 1922, μέχρι το 1929, είχαν μείνει, σχεδόν, στο ίδιο επίπεδο (οι τιμές χονδικής ήσαν λίγο προς τα κάτω), ενώ η παραγωγικότητα και ο συνολικός όγκος της παραγωγής είχαν μια συνεχή, αδιάπτωτη και μεγάλη ανοδική πορεία. Αυτό το γεγονός και με δεδομένο ότι ο όγκος παραγωγής, ανά εργάτη, στην αμερικανική βιομηχανία αυξήθηκε, μέσα στην δεκαετία του 1920, κατά 43%, οδήγησε σε μια τεράστια αύξηση των κερδών, τα οποία κατευθύνθηκαν, κυρίως, στην αύξηση του εισοδήματος των πλουσίων, οι οποίοι αυξήθηκαν και ως ποσοστό, μέσα στον πληθυσμό. Το καθαρό εισόδημα από 84 μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις τριπλασιάστηκε και τα μερίσματα, τα οποία πλήρωναν, διπλασιάστηκαν. Το εισόδημα των πλούσιων Αμερικανών, ενισχύθηκε και από διαδοχικές μειώσεις του φόρου εισοδήματος, γεγονός το οποίο αύξησε, ακόμη περισσότερο, το κομμάτι του εισοδήματος, που πήγαινε σε αυτούς, για κατανάλωση και επένδυση.
Αυτό το γεγονός, από μόνο του δεν περιέχει κάτι το κακό, ή το μεμπτό ηθικά, ή αξιολογικά. Ως οικονομικό γεγονός, που αφορά την διανομή του εισοδήματος, μέσα σε έναν οικονομικά ενεργό πληθυσμό, είναι αδιάφορο, όσο το εισόδημα αυτό επιτρέπει την απρόσκοπτη συνέχιση της οικονομικής διαδικασίας. Όσο, δηλαδή, εισέρχεται, μέσα στους αρμούς της οικονομίας και μετουσιώνεται, σε κατανάλωση και επένδυση. Όσο, δηλαδή, ξοδεύεται, με τον έναν, ή τον άλλον τρόπο. Αν, όμως, κάτι εμποδίσει την κατανάλωση, ή την επένδυση, αυτού του εισοδήματος, τότε υπάρχει πρόβλημα, το οποίο εντοπίζεται στην πτώση της ζήτησης, η οποία πτώση, πάντοτε, ακολουθείται από αναστάτωση, η οποία λαμβάνει την μορφή της ύφεσης και της κρίσης – αν δεν ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα.
Στην δεκαετία του 1920 και η κατανάλωση, που ήταν προσανατολισμένη στα πλούσια στρώματα του πληθυσμού και η επένδυση, η οποία εννοείτο, ως ιδιωτική επένδυση και βρισκόταν, επίσης, στα χέρια των ίδιων στρωμάτων, ήσαν ευάλωτες. Η καταναλωτική διαδικασία των πλούσιων στρωμάτων του πληθυσμού είναι δεδομένο ότι ακολουθεί μια καθοδική πορεία, αφού η ροπή τους, προς κατανάλωση πέφτει, όσο ο πλούτος μεγαλώνει. Και το ίδιο συμβαίνει και με τις κοινωνίες που πλουτίζουν.
Αυτό οδηγεί τα πλούσια στρώματα του πληθυσμού στο να διαθέτουν ένα ολοένα και μεγαλύτερο μέρος από τα αυξημένα εισοδήματά τους προς επένδυση, ψάχνοντας για επενδυτικές ευκαιρίες, οι οποίες, όμως, για να υλοποιηθούν, πρέπει να βρουν ένα επενδυτικό πεδίο, το οποίο να στηρίζεται σε μια αγορά, η οποία να εξασφαλίζει μια αυξημένη κατανάλωση του προϊόντος, στο οποίο απευθύνεται το επενδυτικό κοινό.
Ο στόχος, όμως, αυτός, αν δει κάποιος, προοπτικά, τις μεσομακροπρόθεσμες εξελίξεις, μέσα σε ένα οικονομικό περιβάλλον ακραίων (ή και μη ακραίων, αλλά, πάντως, σημαντικών) φαινομένων ανισοκατανομής του εθνικού (ή και ενός διεθνικού, ή και του παγκόσμιου) εισοδήματος είναι αντιφατικός και οδηγεί σε υφέσεις και αστάθεια το οικονομικό σύστημα, το οποίο δεν θα μπορέσει να λειτουργήσει, παρά μόνον μέσα από μια αναδιανομή του εισοδήματος, η οποία θα βοηθήσει στην κατανάλωση και στον επαναπροσδιορισμό των εσωτερικών συνιστωσών, που συναπαρτίζουν το κοινωνικό προϊόν, που δεν μπορεί να καταναλωθεί, υπό το καθεστώς των ισορροπιών της, έως εκείνη την στιγμή, κατανομής του εισοδήματος. Ή θα μπορέσει να λειτουργήσει, μέσα από μια ευρύτερη καταστροφή του παραχθέντος και μη καταναλισκόμενου κοινωνικού προϊόντος.
Στην δεκαετία του 1920 η καταναλωτική ροπή των πλουσίων στρωμάτων του πληθυσμού των Η.Π.Α. μπορούσε να μειωθεί, δραματικά, αν κάποιο γεγονός τρόμαζε τα στρώματα αυτά. Επίσης, οι επενδυτικές τους δραστηριότητες εμπεριείχαν έναν μεγάλο βαθμό ρίσκου (όπως συμβαίνει πάντοτε και όπως συνέβη και κατά τις δεκαετίες του 1990 και του 2000), σε αντικείμενα, τα οποία διαχειρίζονταν εταιρίες χαρτοφυλακίου, με ακατανόητες, πολύπλοκες και πολλές φορές αλλοπρόσαλλες αλληλοσυνδεόμενες δομές, τις οποίες οι επενδυτές δυσκολεύονταν να παρακολουθήσουν και οι οποίες προέβαιναν σε κινήσεις και χειρισμούς, που, ενώ φάνταζαν, σαν προϊόντα μεγαλοφυών ανθρώπων, που ήξεραν την δουλειά τους, τελικά, μπορούσε να αποδειχθεί ότι δεν ήσαν και τόσο φερέγγυες.
Όμως, εάν κάτι ανέκοπτε αυτή την ανοδική πορεία, τότε όλη αυτή η δομή, που ωθούσε προς τα ύψη τις επενδύσεις του κοινού, θα κατέρρεε, αφού νέο χρήμα δεν εισέρεε στην όλη διαδικασία. Και έτσι, εκείνοι, που θα έχαναν, δεν θα επένδυαν τα χρήματά τους αλλού, είτε επειδή δεν θα τα είχαν, πλέον, είτε, επειδή και αν είχαν χρήματα, θα φοβούνταν να τα επενδύσουν κάπου αλλού.
Και φυσικά, μια μεγάλη πτώση στο χρηματιστήριο, το οποίο ήταν, τότε, στο επίκεντρο της οικονομικής ζωής των Η.Π.Α., θα τρόμαζε τα πλούσια στρώματα, τα οποία θα μείωναν την καταναλωσή τους και θα σταματούσαν τις επενδύσεις τους.
Η πτώση αυτή ήλθε τον Οκτώβριο του 1929 και ξεθεμελίωσε το αμερικανικό οικονομικό σύστημα…
(Ο υπουργός Οικονομικών του Ρούσβελτ, που ήταν απαρηγόρητος, για το γεγονός ότι η ανεργία παρέμενε σε υψηλά επίπεδα, δεν είχε άδικο που ήταν απαρηγόρητος, αφού ήθελε και επεδίωκε την εξάλειψη της ανεργίας και γι’ αυτό χρησιμοποίησε την διαδικασία του fiat currency. Η αυτοκριτική ουδέποτε είναι κακή – τουλάχιστον όταν είναι προϊόν ενός ειλικρινούς ορθολογισμού. Πράγματι, η ανεργία έμεινε σε υψηλά επίπεδα, σε όλη την δεκαετία του 1930 και μπορούσαν να γίνουν πολύ περισσότερα πράγματα, για την καταπολέμησή της. Είναι, όμως, επίσης, αλήθεια ότι η ανεργία μειώθηκε, σημαντικά, εκείνη την εποχή. Οι αριθμοί μιλούν και μόνοι τους).
Υπάρχουν και κάποια άλλα πράγματα, που θέλω να αναφέρω, και όσον αφορά τα γραφέντα από τον αγαπητό Κώστα (σε κάποια συμφωνώ, σε κάποια όχι), αλλά αυτά θα τα αφήσω, για αργότερα…
Πάντα φιλικά…"
Σχόλια